προσπαρίστατο

προσπαρίστατο
προσπαρί̱στατο , πρόσ-παρίστημι
cause to stand
imperf ind mp 3rd sg
πρόσ-παρίστημι
cause to stand
imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσπαρίσταμαι — Α [παρίσταμαι]·1. φέρνω με τη βία κάποιον ακόμη προς το μέρος μου, υποτάσσω κάποιον επιπροσθέτως 2. βάζω κάτι ακόμη στο μυαλό κάποιου («προσπαρίστατο τὴν τόλμαν αὐτῷ», Ιώσ.) 3. (αμτβ.) έρχομαι επιπρόσθετα στον νου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”